Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Αντώνης Γκάντζης



ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΣΙΩΠΗΛΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ

Συγχωρέστε μου τη λύπη στις κινήσεις
στους τρόπους και στα ρούχα

Συγχωρέστε μου την αδεξιότητα

Ένα δέντρο φερμένο απ’ τα ποτάμια ως εδώ
ένα δέντρο χτυπημένο από τους κεραυνούς
ό,τι κι αν κάνει
όσα φύλλα κι αν φορέσει
τη λύπη του δεν κρύβει

Δεν κρύβεται η νοσταλγία των χαμένων δασών
των παραμυθιών που δεν μιλήθηκαν
ή κι αν μιλήθηκαν δεν ήταν άλλοι για ν’ ακούσουν

Συγχωρέστε μου τη σιωπή των χρόνων
που κατεβάζει απόψε το νερό σε δάκρυα



(περισσότερα στο Κουκούτσι αρ. 1)

ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ αρ.1


ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ ΑΡ.1 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 2010

Στο πρώτο τεύχος συνεργάστηκαν οι Δημήτρης Λαμπρέλλης, Γιώργος Βέης, Κώστας Ριζάκης, Αντώνης Γκάντζης, Μαρία Σερβάκη, Τάσος Γαλάτης, Έλλη Συναδινού, Έρη Κασίμη, Βίκυ Δερμάνη, Ναταλία Κατσού, Λίνα Στεφάνου, Δημήτρης Ξενογιαννάκης, Σταύρος Καμπάδαης, Άλκηστις Μαυροκεφάλου, Δήμος Μαρουδής, Παναγιώτης Ράμμης, Βασίλης Ζηλάκος, Σέργιος Μαυροκέφαλος, Κωνσταντίνος Μπούρας, Έλσα Κορνέτη. 

Τζων Μίλτον, Σάμουελ Ταίυλορ Κόλριτζ, Γουίλλιαμ Γουέρτζγουορθ, Γκέορκ Τρακλ, Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, Σαλβατόρε Κουασίμοντο, Κόνραντ Έικεν, Ρόμπερτ Πεν Γουώρεν, Μάργκαρετ Άτγουντ ( η πρώτη μετάφραση παγκοσμίως 9 ποιημάτων από την τελευταία της ποιητική συλλογή The Door ( First Mariner Books ) 

Επίσης 15 εικαστικοί-καθηγητές της Α.Σ.Κ.Τ κοσμούν το τεύχος με 15 εικαστικά ποιήματα

Λίνα Στεφάνου

ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ

Του είχε περισσέψει μονάχα μπλε και άσπρο
Πολύ μπλε, πολύ άσπρο˙
Βούτηξε το χέρι του μέσα και με τα δάκτυλα
Της ζωγράφισε μια θάλασσα
Του άρεσε να σκέφτεται πως όταν εκείνη ξυπνούσε
Θα πέταγε τα ρούχα της κι έτσι γυμνή και ζεστή ακόμα από τον ύπνο
Θα βούταγε μέσα παίρνοντας το απογευματινό της μπάνιο
και θα κολυμπούσε μέχρι την άκρη του πίνακα…
ξεχειλίζοντάς τον…


(περισσότερα στο Κουκούτσι αρ. 1)

Δημήτρης Λαμπρέλλης



Η ΦΩΝΗ

—Είμαι μια παράξενη τρελή φωνή
που ξέρει καλά να ακουμπά
πάνω στης νύχτας το αλφάδι

—Είμαι μια παράξενη τρελή βροχή
που πέφτει
μουσκεύει
κάνει τον κάθε κόμπο τρυφερό σ’ εκείνο το υφάδι

—Είμαι μια παράξενη τρελή ζωή
στο θέατρο κάθομαι
τρίτη σειρά
Βουλώνω το στόμα μου
κι ακούω
τα πέτρινα λεπτά
στον ποιητή όταν μιλάνε
Ναι
Βουλώνω το στόμα μου
κι ακούω
τα σφυριά
— Ο Σίσυφος τσακίστηκε
Ο Σίσυφος τσακίστηκε
Όλα τα άλλα τώρα χάθηκαν
Όλα τα άλλα τώρα πάνε


(περισσότερα στο Κουκούτσι αρ. 1)

Γουίλλιαμ Γουέρτζγουορθ



Γουίλλιαμ Γουέρτζγουορθ ήταν άγγλος ποιητής θεμελιωτής του ρομαντισμού
 [ 1770-1850]


Μετάφραση:Σοφία Κωνσταντέλου 


ΑΠΟ ΤΗΝ ΩΔΗ: ΠΡΟΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ ΑΠ' ΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΩΙΜΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
[ODE: INTIMATIONS OF IMMORTALITY OF THE RECOLLECTIONS OF THE EARLY CHILDHOOD, 1804]


V

Η γέννησή μας δεν είναι παρά ένας ύπνος και μια λησμονιά:
Η ψυχή που ανατέλει μαζι μ’ εμάς, το άστρο της ζωής μας,
Κατοικούσε αλλού,
Κι είναι ένας κομήτης που ήρθε από μακριά:
Όχι σε απόλυτη λήθη,
Όχι με τέλεια γύμνια,
Αλλά σέρνοντας σύννεφα δόξας ερχόμαστε
Απ’ τον Θεό, που είναι η δικιά μας πατρίδα:
Οι ουρανοί ψεύδονται για την παιδικότητά μας!
Οι σκιές της φυλακής αρχίζουν να κυκλώνουν
Τ’ αγόρι που μεγαλώνει,
Αλλ’ αυτό κρατά το φως, κι όπου ξεχύνεται,
Το βλέπει στη χαρά του˙
Η νιότη, που καθημερινά ξεκινά απ’ την ανατολή
Πρέπει να ταξιδεύει, ενώ ακίνητος στέκει ο ιερέας της φύσης,
Και με τούτο το υπέροχο θέαμα
Επιμελείται το έργο του˙
Καταλαβαίνει πλέρια ο άνθρωπος πως αργοσβήνει,
Και αχνοφαίνεται στο φως της κάθε μέρας.


VIII

Εσύ, που η εξωτερική σου ομοιομορφία υποκρύπτει
Την απεραντοσύνη της ψυχής σου˙
Εσύ, μέγιστε Φιλόσοφε, που ακόμα κρατάς
Την κληρονομιά σου, εσύ Οφθαλμέ ανάμεσα στους τυφλούς,
Εσύ, που κωφός και σιωπηλός, φθάνεις στην αιώνια άβυσσο,
Στοιχειωμένος για πάντα απ’ την άφθαρτη διάνοια, —
Παντοδύναμε Προφήτη! Ευλογημένε Μάντη!
Εσύ κρατάς τις αλήθειες,
Αυτές που σ’ όλη μας τη ζωή κουραζόμαστε για να βρούμε,
Χαμένες στο σκοτάδι, το σκοτάδι του τάφου,
Εσύ, που η αθανασία σου
Είναι μελαγχολική σαν τη μέρα, ένας άρχοντας που εξουσιάζει έναν σκλάβο,

Μια παρουσία που ποτέ δεν αγνοείς˙
Εσύ, μικρό παιδί, αλλά δοξασμένο με τη δύναμη
Της ουρανογέννητης ελευθερίας στο μέγεθος της ύπαρξής σου,
Γιατί με τέτοιους βαρείς πόνους προκαλείς
Τον χρόνο να φέρει τον αναπόφευκτο ζυγό,
Έτσι τυφλά θέτεις την μακαριότητά σου σε διαμάχη;
Πλήρης σύντομα η ψυχή σου θα έχει το δικό της επίγειο φορτίο,
Και από συνήθεια θα σε βαραίνει,
Δυσβάσταχτη σαν παγετός, και βαθιά όπως η ίδια η ζωή!
 
 
(ολόκληρη η Ωδή μεταφρασμένη στο Κουκούτσι αρ. 1)






Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Σαλβατόρε Κουασίμοντο


Σαλβατόρε Κουασίμοντο, ιταλός ποιητής [ 1901-1968 ]

Μετάφραση: Χρίστος Κρεμιώτης


AΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΜΕΝΗ ΦΥΣΗ
[ DALLA NATURA DEFORME, 1957 ]

Από την παραμορφωμένη φύση, το φύλλο
συμμετρικό ξεφεύγει, πλέον, η άγκυρα
δεν το βαστάει. Ήδη χειμώνας, τι χειμώνας,
λίγη φωτιά την καπνιά της στη διώρυγα αφήνει.

Κανείς, θα μπορούσε και να προδώσει
στις φλόγες εκείνες τη νύχτα,
ν’ αρνηθεί
τη γη, τρεις φορές.

Σπας
που εδώ και χρόνια, τι χρόνια,
τ’ αστέρια
στα κανάλια να επιπλέουν,
βρομισμένα
κοιτάς
δίχως απέχθεια όμως,
αν κάποιον στη γη αγαπάς,
αν το νωπό το ξύλο τερετίζει, και
αποτεφρώνεται η γεωμετρία
του φύλλου που, τσιρίζοντας, σε ζεσταίνει.


ΣΤΗΝ ΓΗ ΜΟΥ
[ A MIA TERRA, 1942 ]

Ο ήλιος ξεσπά, πρησμένος απ’ τον ύπνο.
Και ουρλιάζουνε δέντρα :
Στην Περιπετειώδη μαρμαρυγή
με την άγκυρα ξανά τραβηγμένη μέσα σου
αποπλέεις.
Και οι πελαγίσιες εποχές
γλυκά ξεβράζουν σε νεογέννητες ακτές.

Εγώ, από άλλη γη πικρός
αγρυπνώ, εδώ
με τον οίκτο, ασταθή στο τραγούδι του,
που αγάπη με σπείρει
θανάτου και ανθρώπων.

Ιδού, οι νέοι βλαστοί του κακού μου,
μα τα δικά μου χέρια δικάσου κλαδιά:
Σε γυναίκες που η θλίψη
έσφιξε μες στην εγκατάλειψη
μην τις αγγίξει ο χρόνος, και
αργά
τη μορφή μου αποφλοιώνοντας με
ευνουχίσει.

Πέφτω σαν
ζωγραφιά μιας ναυμαχίας στην καρδιά σου.

Βήματα από ξυπόλυτους αγγέλους
στο σκοτάδι.



(περισσότερα στο Κουκούτσι αρ. 1)

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

Μάργκαρετ Άτγουντ


Μάργκαρετ Άτγουντ είναι καναδή πεζογράφος, ποιήτρια και κρτικός γεννήθηκε
το 1939

 
Μετάφραση: Έλσα Κορνέτη

ΓΟΤΘΙΚΗ ΦΥΣΗ
[ GOTHIC NATURE ]

Είδα ένα κορίτσι που έτρεχε μέσα στη νύχτα
ανάμεσα στα δέντρα που δεν το αγαπούσαν
και τις σκιές πολλών πατεράδων

χωρίς μονοπάτια, χωρίς
ψίχουλα ψωμιού και λευκά χαλίκια
κάτω από ένα φεγγάρι που δεν του λέει τίποτα
Το εννοώ ότι λέει: Τίποτα

Είναι ένας άντρας εκεί γύρω
που περνιέται για εραστής
αλλά μυρίζει σαν δολοφόνος ληστής
Πόσες φορές θα πρέπει να της πει
να σκοτωθεί μόνη της προτού το κάνει αυτός;

Δεν υπάρχει λόγος να πει
σ' αυτό το κορίτσι: Θα σε φροντίσουμε.
Εδώ είναι ένα ασφαλές δωμάτιο, εδώ
είναι το φαγητό και ότι χρειαστείς.

Δεν μπορεί να δει αυτό που βλέπεις.
Το σκοτάδι πέφτει επάνω της ορμητικά
και την σκεπάζει σαν χιονοστιβάδα.
Θα ήθελε να κάνει ένα βήμα μέσα του
σαν να μην έχασκε το κενό μπροστά,
αλλά ο προορισμός,
να εγκαταλείψει το σώμα πίσω της
σαν να ήταν τσαλακωμένο πουκάμισο

Είμαι η ηλικιωμένη κυρία
που βρίσκεις πάντα σε ιστορίες σαν κι αυτήν,
που λέει, Γύρνα πίσω, αγαπητή μου.

Πίσω σημαίνει, πίσω στο κελάρι
όπου κατοικεί το κακό
όπου βρίσκονται οι άλλοι,
όπου μπορείς να δεις
τι είναι αυτό που μοιάζει με πεθαμένο
και ποιος το θέλει έτσι.

Έπειτα θα είσαι ελεύθερη
ν’ αποφασίσεις. Να το κάνεις
με τον τρόπο σου.



ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΡΑΥΜΑ
[ ΤΗΕ ΗURT CHILD ]


Το παιδί τραύμα θα σε δαγκώσει.
Το παιδί τραύμα θα γίνει ένα πλάσμα τρομερό
και θα σε δαγκώσει εκεί που στέκεσαι.

Το παιδί τραύμα θα βγάλει μια πέτσα
πάνω στην πληγή που του έδωσες
- ή που δεν έδωσες, γιατί το τραύμα
δεν είναι δώρο, ένα δώρο είναι ελεύθερα
αποδεκτό, και το παιδί δεν είχε άλλη επιλογή.

Θα βγάλει μια πέτσα πάνω στην πληγή,
το κρυμμένο τραύμα, το τραύμα κειμήλιο
που ξεσφήνωσες από σένα σαν να ήταν σφαίρα
και το φύτεψες στο κρέας του –
πέτσα τομάρι δέρμα γδαρμένο
πέτσα καμένη,
και σουβλερό δόντι ψαριού
σαν στραβό δόντι μωρού -
θα σε δαγκώσει

και θα σε πιάσει ένα κλάμα άθλιο
όπως συνηθίζεις
και θα παλέψεις
γιατί θα βγάλεις την πάλη έξω από το κουτί
με την ετικέτα «Fights» όπου φυλούσες τις μάχες
για επείγουσες ανάγκες, και αυτή είναι μια από αυτές,
και το πληγωμένο παιδί θα χάσει τον αγώνα
και θα τρικλίζει στα προάστια, και θα προκαλέσει
πανικό στα φαρμακεία και κοσμοχαλασιά
στα μπάρμπεκιου
και θα λένε Βοήθεια βοήθεια ένα τέρας
και θα μπει στις ειδήσεις

και θα κυνηγηθεί
με σκυλιά, και θ’ αφήσει ένα ίχνος
από μαλλιά, γούνα, δέρμα, και δόντια γάλακτος, και δάκρυα
εκεί που κόπηκε
από σπασμένο γυαλί
Και θα κρύβεται σε υπονόμους
σε αποθήκες εργαλείων, κάτω από θάμνους
γλείφοντας τις πληγές του, το θυμό του,
τον θυμό που του έδωσες
και θα συρθεί μέχρι το φρεάτιο

στη λιμνούλα, στο ρέμα, στη δεξαμενή
γιατί διψάει
γιατί είναι ένα τέρας
που η θυμωμένη δίψα του
μοιάζει με αγκάθια που το σκεπάζουν

και τα σκυλιά και οι κυνηγοί θα το βρουν
και θα σταθεί στην όχθη
και θα ουρλιάξει για τις αδικίες
και θα το ξεσκίσουν
και θα φάνε την καρδιά του
και όλοι θα χειροκροτούν
Δόξα τω Θεώ τέλειωσε κι αυτό!

Και το αίμα του θα κυλίσει μέσα στο νερό
και θα το πίνεις κάθε μέρα.



( περισσότερα στο Κουκούτσι αρ. 1)