11 μελετήματα...
«ΕΧΩ ΑΝΤΙΚΡΥ ΜΟΥ ΤΙΣ ΔΗΘΕΝ ΔΡΟΣΙΕΣ
ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ»
Σχόλιο για ένα
ποίημα του Τάκη Παπατσώνη
Του Κώστα Χατζηαντωνίου
Ήταν τριάντα τριών χρονών ο Τάκης
Παπατσώνης και το αισθητικό του τοπίο είχε οριστικά διαμορφωθεί, όταν στα 1928
έγραφε το ποίημα Εν ώρα θερινή που θα συμπεριληφθεί έξι χρόνια αργότερα
(υπό την ενότητα Ο Ενιαυτός) στην έκδοση της Εκλογής Α΄. Ο ποιητής
που πρώτος έσπασε την παράδοση του ομοιοκατάληκτου μετρικού στίχου συνειδητά
και προγραμματικά, σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους πατέρες της νεωτερικής
μας ποίησης - όσο κι αν η χρήση του όρου μοντερνισμός έγινε αρκετά προβληματική
τελευταία. Η αναγνώριση αυτή καθίσταται έτσι εκ νέου συζητήσιμη αν συνδέσουμε την
μοντερνιστική εκλογή του Παπατσώνη με τα όρια της πρόθεσής του να φωτίσει με
τρόπο σύγχρονο έναν πλούσιο θρησκευτικό κόσμο και με την ανάγκη του να βρει μια
νέα ιδανική μορφή για να περιγράψει ποιητικά την μυστική- αντικλασική του
ιδιοσυγκρασία.
Από το 1914 που δεκαεννιάχρονος
γράφει με ομοιοκατάληκτο στίχο τα πρωτόλεια θρησκευτικά του ποιήματα (που δεν
θα αρνηθεί ποτέ - απλώς θα τα εντάξει στη μικτή ενότητα Ο Ενιαυτός όταν
έρθει η ώρα της συγκεντρωτικής Εκλογής Α΄, αποφεύγοντας ευφυώς να τα
προτάξει όπως θα επέβαλλε η αυστηρά χρονολογική παρουσίαση), ο Παπατσώνης,
αισθανόμενος «απόκληρος της φωταψίας των ημερήσιων ήλιων», θα αναζητεί διαρκώς την
έξοδο από την τυπική θρησκευτικότητα αλλά και την συνοδό αυτής (στο εν συγχύσει
νεοελληνικό σύμπαν) κατεστημένη απολλώνια ελληνικότητα. Το σκληρό (και
ιδιαιτέρως το θερινό) φως φαντάζει από πολύ νωρίς τυραννικό για τα μάτια του
καθώς γνωρίζει πως
«θα σκοτιδιάσει η μέρα κατά τον
αιώνιο νόμο// πλην για μένα ξημερώνει νύχτα η αυγή,// και η ολόδροση ανακούφιση
του θαύματος που ανάμενα,// χαϊδεύει με στην λαύρα του καλοκαιριού» [Των
κορυφαίων στον δεύτερον εσπερινό]…..
ΤΑ ΜΕΓΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
Του Γιώργου Λίλλη
Στο ποίημα “Μεγάλη
αναμονή της επιούσης» (1930), ο Παπατσώνης απεικονίζει τον άνθρωπο που, μέσα σε
μια συνθήκη διαρκούς αναμονής, ελπίζει, πίσω από το φάσμα των απατηλών
φαινομένων, για «τα μεγαλεία των μικρών πραγμάτων και τα πολλά των ολίγων»:
Καμωμένος από πηλούς, από φθαρτές ουσίες
ο άνθρωπος, δεν έχει σταθερή ενατένιση, ούτε ομοιάζει
άνθρωπος προς άνθρωπο· σπουδαίες διαφορές τον κόσμο
χωρίζουν.
Γι’ αυτό βλέπεις άλλον ν’ αρκείται στον κόσμο
που μοναχός του δημιουργεί, ενώ άλλος παρέκει
τα περιμένει έξωθεν όλα, είτε από τον πλησίον, είτε από
τον ουρανό.
Πικρά λυπούμαι το αδύνατο τούτο μέρος των ανθρώπων.
Καμωμένοι δεν είναι όλοι να θαμπώνονται από κάθε στιγμή
της ημέρας ή της νύχτας, από κάθε δίπλα της δημιουργίας,
από κάθε αποσκίαση του βουνού, από κάθε τροπή του καιρού.
Γράφω για όσους δεν έχουν το κράτος να ξεδιαλύνουν
τα μεγαλεία των μικρών πραγμάτων και τα πολλά των ολίγων.
Γι’ αυτούς απομένει το μέγα θέλγητρο της αναμονής.
Γι’ αυτούς απομένει ο λαμπρός Ήλιος της Επιούσης.
Κάθε νύχτα περιμένουν. Περιμένουν το μέλλον της Ημέρας,
τρέφουν την ελπίδα που θα τους κομίσει το μέγα Απρόοπτο,
την αψηλή φαντασία, τη νέα σπουδή, το βαθύ πάθος,
ό,τι κάνει να σπαράζουνε επί καλού τους ή κακού τους οι
ψυχές.
Φθάνει να τους κομίσει κάτι ογκώδες νέο, ας είναι
τραγικό,
ας είναι αγαθό, μόνο η φριχτή ηρεμία να μην είναι πια,
η πραϋντική, η ηρεμία της βλακείας και της ανοστιάς.
Η ποίηση δεν έχει χρόνο. Σπασμένα τα
ρολόγια στον ιδιαίτερο χώρο της. Ο κόσμος προχωρά, πολλά αλλάζουν στο διάβα
του, κι όμως, οι στίχοι παραμένουν άχρονοι. Κυοφορούν την ανθρώπινη
ιδιοσυγκρασία μας, η οποία δεν έχει αλλάξει. Πάντα θα αγαπάμε, πάντα θα
μισούμε, πάντα θα λυπόμαστε, πάντα θα χαιρόμαστε. Διαβάζοντας την Μεγάλη
αναμονή της επιούσης του Παπατσώνη, διαπιστώνω πόσο επίκαιρο μπορεί να είναι
ένα ποίημα γραμμένο 80 χρόνια πριν. Κατανοώ πως δεν έχει ραγίσει τίποτα από το
όλο οικοδόμημα. Ο Παπατσώνης μιλά για τον μόχθο του ανθρώπου να οριοθετηθεί
μέσα από την φαντασία, το βαθύ πάθος, όπως αναφέρει, για να αγγίξει το νέο, το
πρωτοφανέρωτο, να διακρίνει πως πίσω από τα πράγματα κρύβεται η αληθινή ουσία
της ζωής μας. Ζώντας σ΄ ένα περιβάλλον που η απαστράπτουσα επιφάνεια μας μάγεψε
με την εφήμερη λάμψη της, οδηγώντας.......
(το μεγάλο αφιέρωμα στον Τάκη Παπατσώνη στο Κουκούτσι αρ. 10)